μελανόστικτος

μελανόστικτος
μελανόστικτος
black-spotted
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μελανόστικτος — η, ο (Α μελανόστικτος, ον) αυτός που έχει μαύρα στίγματα («τὰ μὲν μελανόστικτα ὥσπερ κόσσυφος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στικτός (< στίζω «σημειώνω, μαρκάρω»)] …   Dictionary of Greek

  • μελανόστικτα — μελανόστικτος black spotted neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

  • αποπερκούμαι — ἀποπερκοῡμαι (όομαι) (Α) (για σταφύλια) μαυρίζω, ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρκος, παράλληλος τ. του περκνός «μελανόστικτος, ιδίως για σταφύλια ή ελιές, όταν αρχίζουν να ωριμάζουν και να χρωματίζονται χαρακτηριστικά»] …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • πάπραξ — ακος, ό, Α είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες τής Θράκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ άλλους, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… …   Dictionary of Greek

  • προξ — προκός, η, ΝΑ νεοελλ. γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες αρχ. 1. είδος ζαρκαδιού 2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι 3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • πρώξ — ωκός, ἡ, Α 1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα 2. στον πληθ. αἱ πρῶκες οι σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *pr (πρβλ. πρόξ) τής ρίζας *perk «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. τής ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”